Ετυμολογία

επεξεργασία
guesstimate < → δείτε τις λέξεις guess και estimate

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɡɜstəˌmeɪt/ (ΗΠΑ)
  • εκτιμώ κάνοντας υποθέσεις

Συγγενικά

επεξεργασία