guesswork
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η εικασία, υπολογισμός, κρίση, γνώμη, που εκφέρεται με αβεβαιότητα, λόγω περιορισμένων πληροφοριών
- ↪ It is all pure guesswork.
- Όλα αυτά είναι εικασίες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hypothesis
- ↪ It is all pure guesswork.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- guesswork - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 262. ISBN 9780194325684., λήμμα: εικασία