Ετυμολογία

επεξεργασία
υποψιάζω < λείπει η ετυμολογία

υποψιάζω, στ.μέλλ.: θα υποψιάσω, αόρ.: υποψίασα, παθ.φωνή: υποψιάζομαι, μτχ.π.π.: υποψιασμένος

  1. δημιουργώ σε κάποιον μια υποψία
  2. κάνω σε κάποιον μια πρώτη νύξη για ένα θέμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία