Ετυμολογία

επεξεργασία
μυρώνω < αρχαία ελληνική μυρόω + -ώνω < μύρον

μυρώνω

  1. ρίχνω μύρο ή αλείφω κάτι με μύρο
  2. (λογοτεχνικό) ευωδιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία