Δείτε επίσης: εὐωδιάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευωδιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή εὐωδιάζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.vo.ðiˈa.zo/ & /e.voˈði̯a.zo/ σε γρήγορο λόγο: /e.voˈðʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐ω‐δι‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

ευωδιάζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία