Δείτε επίσης: ἀμύριστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμύριστος η αμύριστη το αμύριστο
      γενική του αμύριστου της αμύριστης του αμύριστου
    αιτιατική τον αμύριστο την αμύριστη το αμύριστο
     κλητική αμύριστε αμύριστη αμύριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμύριστοι οι αμύριστες τα αμύριστα
      γενική των αμύριστων των αμύριστων των αμύριστων
    αιτιατική τους αμύριστους τις αμύριστες τα αμύριστα
     κλητική αμύριστοι αμύριστες αμύριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμύριστος < α- + μυρίζω + -τος (πβ. (ελληνιστική κοινήἀμύριστος με άλλη σημασία)

  Επίθετο επεξεργασία

αμύριστος, -η, -ο

  1. που δεν μυρίζει, δεν αναδίδει οσμή
     συνώνυμα: άοσμος
  2. που δεν τον έχουν μυρίσει
  3. (ουσιαστικοποιημένο) (μεταφορικά) (παρωχημένο) αμύριστη: παρθένα, αγνή

  Μεταφράσεις επεξεργασία