αμύριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμύριστος, -η, -ο
- που δεν μυρίζει, δεν αναδίδει οσμή
- που δεν τον έχουν μυρίσει
- (ουσιαστικοποιημένο) (μεταφορικά) (παρωχημένο) αμύριστη: παρθένα, αγνή
Δείτε επίσης : ἀμύριστος |
αμύριστος, -η, -ο