μυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μυρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μυρίζω και μυρίζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαμυρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μυρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυρισμένος
|
μυρισμένος, -η, -ο
|