μύρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μύρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μύρισμα ουδέτερο
- μύρισμα Το αποτέλεσμα μιας πράξης-μυρωδιάς, με τη μεταφορική έννοια. Αλλιώς, το πόνημα που δημιουργήθηκε ή το αντικείμενο που αποκτήθηκε με μη συμβατικό τρόπο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
μύρισμα
|