dissolve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dissolve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dissolves |
αόριστος | dissolved |
παθητική μετοχή | dissolved |
ενεργητική μετοχή | dissolving |
dissolve (en)
ενεστώτας | dissolve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dissolves |
αόριστος | dissolved |
παθητική μετοχή | dissolved |
ενεργητική μετοχή | dissolving |
dissolve (en)