Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταργημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταργημέν
ος
η
καταργημέν
η
το
καταργημέν
ο
γενική
του
καταργημέν
ου
της
καταργημέν
ης
του
καταργημέν
ου
αιτιατική
τον
καταργημέν
ο
την
καταργημέν
η
το
καταργημέν
ο
κλητική
καταργημέν
ε
καταργημέν
η
καταργημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταργημέν
οι
οι
καταργημέν
ες
τα
καταργημέν
α
γενική
των
καταργημέν
ων
των
καταργημέν
ων
των
καταργημέν
ων
αιτιατική
τους
καταργημέν
ους
τις
καταργημέν
ες
τα
καταργημέν
α
κλητική
καταργημέν
οι
καταργημέν
ες
καταργημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταργημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταργώ
Μετοχή
επεξεργασία
καταργημένος, -η, -ο
που έχει καταργηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακατάργητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καταργώ
,
κατά
και
έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταργημένος
αγγλικά
:
abolished
(en)
,
cancelled
(en)