Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταργημένος η καταργημένη το καταργημένο
      γενική του καταργημένου της καταργημένης του καταργημένου
    αιτιατική τον καταργημένο την καταργημένη το καταργημένο
     κλητική καταργημένε καταργημένη καταργημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταργημένοι οι καταργημένες τα καταργημένα
      γενική των καταργημένων των καταργημένων των καταργημένων
    αιτιατική τους καταργημένους τις καταργημένες τα καταργημένα
     κλητική καταργημένοι καταργημένες καταργημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταργημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καταργώ

  Μετοχή επεξεργασία

καταργημένος, -η, -ο

  • που έχει καταργηθεί

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία