↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταργούμενος η καταργούμενη το καταργούμενο
      γενική του καταργούμενου της καταργούμενης του καταργούμενου
    αιτιατική τον καταργούμενο την καταργούμενη το καταργούμενο
     κλητική καταργούμενε καταργούμενη καταργούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταργούμενοι οι καταργούμενες τα καταργούμενα
      γενική των καταργούμενων των καταργούμενων των καταργούμενων
    αιτιατική τους καταργούμενους τις καταργούμενες τα καταργούμενα
     κλητική καταργούμενοι καταργούμενες καταργούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταργούμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος καταργώ

καταργούμενος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία