↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναιρέσιμος η αναιρέσιμη το αναιρέσιμο
      γενική του αναιρέσιμου της αναιρέσιμης του αναιρέσιμου
    αιτιατική τον αναιρέσιμο την αναιρέσιμη το αναιρέσιμο
     κλητική αναιρέσιμε αναιρέσιμη αναιρέσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναιρέσιμοι οι αναιρέσιμες τα αναιρέσιμα
      γενική των αναιρέσιμων των αναιρέσιμων των αναιρέσιμων
    αιτιατική τους αναιρέσιμους τις αναιρέσιμες τα αναιρέσιμα
     κλητική αναιρέσιμοι αναιρέσιμες αναιρέσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναιρέσιμος < αναιρώ

  Επίθετο

επεξεργασία

αναιρέσιμος

  • που υπάρχει η δυνατότητα να αναιρεθεί, να ακυρωθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία