• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αναιρέσιμος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική αναιρέσιμος αναιρέσιμη αναιρέσιμο
γενική αναιρέσιμου αναιρέσιμης αναιρέσιμου
αιτιατική αναιρέσιμο αναιρέσιμη αναιρέσιμο
κλητική αναιρέσιμε αναιρέσιμη αναιρέσιμο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αναιρέσιμοι αναιρέσιμες αναιρέσιμα
γενική αναιρέσιμων αναιρέσιμων αναιρέσιμων
αιτιατική αναιρέσιμους αναιρέσιμες αναιρέσιμα
κλητική αναιρέσιμοι αναιρέσιμες αναιρέσιμα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αναιρέσιμος < αναιρώ

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

αναιρέσιμος

  • που υπάρχει η δυνατότητα να αναιρεθεί, να ακυρωθεί


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αναιρέσιμος
  • αγγλικά : refutable (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αναιρέσιμος&oldid=4716726"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Αυγούστου 2020, στις 21:44

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου 2020, στις 21:44.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie