αναιρεθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αναιρεθείς & αναιρεθέντας |
η | αναιρεθείσα | το | αναιρεθέν |
γενική | του | αναιρεθέντος & αναιρεθέντα |
της | αναιρεθείσας & αναιρεθείσης* |
του | αναιρεθέντος |
αιτιατική | τον | αναιρεθέντα | την | αναιρεθείσα | το | αναιρεθέν |
κλητική | αναιρεθείς & αναιρεθέντα |
αναιρεθείσα | αναιρεθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αναιρεθέντες | οι | αναιρεθείσες | τα | αναιρεθέντα |
γενική | των | αναιρεθέντων | των | αναιρεθεισών | των | αναιρεθέντων |
αιτιατική | τους | αναιρεθέντες | τις | αναιρεθείσες | τα | αναιρεθέντα |
κλητική | αναιρεθέντες | αναιρεθείσες | αναιρεθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναιρεθείς μετοχή αορίστου του ρήματος αναιρούμαι (καθαρεύουσα)
Μετοχή
επεξεργασίααναιρεθείς, αναιρεθείσα, αναιρεθέν
- που τον έχουν αναιρέσει, ακυρώσει
- Οι αναιρεθέντες νόμοι
- Η αναιρεθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου...Οι αναιρεθείσες αποφάσεις
- Τα αναιρεθέντα άρθρα του Συντάγματος
Συγγενικά
επεξεργασία
Συνώνυμα
επεξεργασία- καταργημένος και καταργηθείς
- ακυρωμένος και ακυρωθείς
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναιρεθείς
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίααναιρεθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναιρούμαι
- θα αναιρεθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναιρούμαι