αναιρεθείς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναιρεθείς μετοχή αορίστου του ρήματος αναιρούμαι (καθαρεύουσα)
ΜετοχήΕπεξεργασία
αναιρεθείς, αναιρεθείσα, αναιρεθέν
- που τον έχουν αναιρέσει, ακυρώσει
- Οι αναιρεθέντες νόμοι
- Η αναιρεθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου...Οι αναιρεθείσες αποφάσεις
- Τα αναιρεθέντα άρθρα του Συντάγματος
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- καταργημένος και καταργηθείς
- ακυρωμένος και ακυρωθείς
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναιρεθείς
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
αναιρεθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναιρούμαι
- θα αναιρεθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναιρούμαι