Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανηρημένος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
πτώση
ενικός
ονομαστική
ανηρημέν
ος
ανηρημέν
η
ανηρημέν
ο
γενική
ανηρημέν
ου
ανηρημέν
ης
ανηρημέν
ου
αιτιατική
ανηρημέν
ο
ανηρημέν
η
ανηρημέν
ο
κλητική
ανηρημέν
ε
ανηρημέν
η
ανηρημέν
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
ανηρημέν
οι
ανηρημέν
ες
ανηρημέν
α
γενική
ανηρημέν
ων
ανηρημέν
ων
ανηρημέν
ων
αιτιατική
ανηρημέν
ους
ανηρημέν
ες
ανηρημέν
α
κλητική
ανηρημέν
οι
ανηρημέν
ες
ανηρημέν
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ανηρημένος
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος
αναιρώ
<
ἀναιρέω
-ῶ
Μετοχή
Επεξεργασία
ανηρημένος
που έχει
αναιρεθεί
, που προέκυψε από
αναίρεση
το
τιμώ
είναι συνηρημένος τύπος του
τιμάω
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
ἀνῃρημένος
η ίδια μετοχή στο πολυτονικό και στην
αρχαία ελληνική
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ανηρημένος
αγγλικά
:
negated
(en)
,
withrdrawn
(en)
,
recanted
(en)
,
unsaid
(en)
,
refuted
(en)