Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

unsaid < un- + said

  Επίθετο επεξεργασία

unsaid (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μη λέγονται
    Some things are better left unsaid.
    Μερικά πράγματα καλύτερα να μη λέγονται.

  Πηγές επεξεργασία