Ετυμολογία

επεξεργασία
unsaid < un- + said

  Επίθετο

επεξεργασία

unsaid (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μη λέγονται
    ⮡  Some things are better left unsaid.
    Μερικά πράγματα καλύτερα να μη λέγονται.