ἀνῃρημένος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀνῃρημένος < ἀναιρέω-ῶ
Μετοχή επεξεργασία
ἀνῃρημένος
- που τον έχουν σηκώσει από το χώμα, περισυλλέξει από τη θάλασσα
- ο ανηρημένος, που καταργήθηκε
- o σκοτωμένος, ο κατεστραμμένος
- κοινὰ καὶ ἱερὰ τῶν πόλεων καὶ τὰ ἴδια τῶν ἀνῃρημένων σφετερίσασθαι (Αππιανός, Μιθριδ. κεφ.8)
- → δείτε τη λέξη ἀναιρέω-ῶ