Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνῃρημένος < ἀναιρέω-ῶ

ἀνῃρημένος

  1. που τον έχουν σηκώσει από το χώμα, περισυλλέξει από τη θάλασσα
  2. ο ανηρημένος, που καταργήθηκε
  3. o σκοτωμένος, ο κατεστραμμένος
    κοινὰ καὶ ἱερὰ τῶν πόλεων καὶ τὰ ἴδια τῶν ἀνῃρημένων σφετερίσασθαι (Αππιανός, Μιθριδ. κεφ.8)
→ δείτε τη λέξη  ἀναιρέω-ῶ

Συγγενικά

επεξεργασία