↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναιρέτης οι αναιρέτες
      γενική του αναιρέτη των αναιρετών
    αιτιατική τον αναιρέτη τους αναιρέτες
     κλητική αναιρέτη αναιρέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναιρέτης < αρχαία ελληνική ἀναιρέτης (φονέας, καταστροφέας)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναιρέτης αρσενικό

  1. που εμποδίζει, καταστρέφει (σπάνια χρήση)
    Χαίρε των απιστούντων, ο ταχύ αναιρέτης (κοντάκιο από τους Χαιρετισμούς στον Πανάγιο Τάφο)
  2. αστρολογικός όρος για τον πλανήτη που οι αστρολόγοι πιστεύουν ότι μπορεί να επηρεάσει το θάνατο ενός ατόμου και ο οποίος θεωρείται αντίθετος του θετικού αφέτη (στα λατινικά anareta και anaereta από την αρχαιοελληνική λέξη ἀναιρέτης)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία