↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντάκιο τα κοντάκια
      γενική του κοντακίου
κοντάκιου
των κοντακίων
    αιτιατική το κοντάκιο τα κοντάκια
     κλητική κοντάκιο κοντάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοντάκιο < (θρησκεία) μεσαιωνική ελληνική κοντάκιον < (ελληνιστική κοινήκοντάκιον, υποκοριστικό του κόνταξ < αρχαία ελληνική κοντός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοντάκιο ουδέτερο

  1. (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος, θρησκεία) ιδιαίτερα σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος
  2. (λόγιο) άλλη μορφή του κοντάκι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία