Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντάκι τα κοντάκια
      γενική του κοντακιού των κοντακιών
    αιτιατική το κοντάκι τα κοντάκια
     κλητική κοντάκι κοντάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντάκι < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κοντάκιον < ελληνιστική κοινή κοντάκιον (μικρό κοντάρι) < αρχαία ελληνική κοντός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική crosse[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντάκι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κοντός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοντάκι ουδέτερο