υποκόπανος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποκόπανος < υπο- + κόπανος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική crosse)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.poˈko.pa.nos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποκόπανος αρσενικό
- (παρωχημένο) το πίσω μέρος του κοντακίου ενός όπλου (π.χ. ντουφεκιού) ή και (κατ’ επέκταση) όλο το κοντάκιο