Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποκόπανος οι υποκόπανοι
      γενική του υποκόπανου των υποκόπανων
    αιτιατική τον υποκόπανο τους υποκόπανους
     κλητική υποκόπανε υποκόπανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκόπανος < υπο- + κόπανος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική crosse)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.poˈko.pa.nos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποκόπανος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία