Δείτε επίσης: κόπανο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπανώ < κοπανίζω < (ελληνιστική κοινήκοπανίζω < κόπανος < αρχαία ελληνική κόπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kop- (χτυπώ, πλήττω)

κοπανώ

  1. χτυπώ τα ρούχα με τον κόπανο
  2. χτυπώ κάτι ή κάποιον, του καταφέρω διαδοχικά χτυπήματα
    ※  Κοιμήσου τώρα και κλείσε τα παράθυρα. Δεν μπορώ να τ' ακούω, τα κοπανά ο αγέρας... (Γιάννης Ξανθούλης (1984) Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: χτυπώ, σφυροκοπώ
  3. την κοπανάω:
    1. απουσιάζω αδικαιολόγητα από κάπου όπου έχω υποχρέωση να βρίσκομαι (λ.χ. από το σχολείο, την εργασία, μια συγκέντρωση) ή αποχωρώ, συνήθως για να αποφύγω κάτι δυσάρεστο
      ⮡  η ώρα πήγε 3, οπότε εγώ την κοπανάω γιατί βαρέθηκα και δεν έχω όρεξη να να ακούω όλες αυτές τις ανοησίες μέχρι το βράδυ
       συνώνυμα: κάνω κοπάνα
    2. δραπετεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία