Δείτε επίσης: κόπανο

Ετυμολογία

επεξεργασία

κοπανώ

  1. χτυπώ τα ρούχα με τον κόπανο
  2. χτυπώ κάτι ή κάποιον, του καταφέρω διαδοχικά χτυπήματα
      Κοιμήσου τώρα και κλείσε τα παράθυρα. Δεν μπορώ να τ' ακούω, τα κοπανά ο αγέρας... (Γιάννης Ξανθούλης (1984) Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: χτυπώ, σφυροκοπώ
  3. την κοπανάω:
    1. απουσιάζω αδικαιολόγητα από κάπου όπου έχω υποχρέωση να βρίσκομαι (λ.χ. από το σχολείο, την εργασία, μια συγκέντρωση) ή αποχωρώ, συνήθως για να αποφύγω κάτι δυσάρεστο
        η ώρα πήγε 3, οπότε εγώ την κοπανάω γιατί βαρέθηκα και δεν έχω όρεξη να να ακούω όλες αυτές τις ανοησίες μέχρι το βράδυ
       συνώνυμα: κάνω κοπάνα
    2. δραπετεύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία