απουσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pu.siˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐που‐σι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααπουσιάζω
- δεν είμαι εδώ / εκεί
- ⮡ ποιος απουσιάζει σήμερα από το μάθημα;
- δεν υπάρχω
- ⮡ από το επιχείρημά σου απουσίαζε η σχέση με την πραγματικότητα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απουσιάζω | απουσίαζα | θα απουσιάζω | να απουσιάζω | απουσιάζοντας | |
β' ενικ. | απουσιάζεις | απουσίαζες | θα απουσιάζεις | να απουσιάζεις | απουσίαζε | |
γ' ενικ. | απουσιάζει | απουσίαζε | θα απουσιάζει | να απουσιάζει | ||
α' πληθ. | απουσιάζουμε | απουσιάζαμε | θα απουσιάζουμε | να απουσιάζουμε | ||
β' πληθ. | απουσιάζετε | απουσιάζατε | θα απουσιάζετε | να απουσιάζετε | απουσιάζετε | |
γ' πληθ. | απουσιάζουν(ε) | απουσίαζαν απουσιάζαν(ε) |
θα απουσιάζουν(ε) | να απουσιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απουσίασα | θα απουσιάσω | να απουσιάσω | απουσιάσει | ||
β' ενικ. | απουσίασες | θα απουσιάσεις | να απουσιάσεις | απουσίασε | ||
γ' ενικ. | απουσίασε | θα απουσιάσει | να απουσιάσει | |||
α' πληθ. | απουσιάσαμε | θα απουσιάσουμε | να απουσιάσουμε | |||
β' πληθ. | απουσιάσατε | θα απουσιάσετε | να απουσιάσετε | απουσιάστε | ||
γ' πληθ. | απουσίασαν απουσιάσαν(ε) |
θα απουσιάσουν(ε) | να απουσιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απουσιάσει | είχα απουσιάσει | θα έχω απουσιάσει | να έχω απουσιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις απουσιάσει | είχες απουσιάσει | θα έχεις απουσιάσει | να έχεις απουσιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει απουσιάσει | είχε απουσιάσει | θα έχει απουσιάσει | να έχει απουσιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απουσιάσει | είχαμε απουσιάσει | θα έχουμε απουσιάσει | να έχουμε απουσιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε απουσιάσει | είχατε απουσιάσει | θα έχετε απουσιάσει | να έχετε απουσιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απουσιάσει | είχαν απουσιάσει | θα έχουν απουσιάσει | να έχουν απουσιάσει |
|