Ουσιαστικό

επεξεργασία

wag (en)

wag (en)

  1. κουνώ πέρα δώθε (ιδίως για την ουρά ενός ζώου)
  2. (αργκό) κάνω κοπάνα από το σχολείο, "την κοπανάω"