πλακατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pla.kaˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐κα‐τζής
Επίθετο επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλακατζής | η | πλακατζού | το | πλακατζίδικο & πλακατζήδικο |
γενική | του | πλακατζή | της | πλακατζούς | του | πλακατζίδικου & πλακατζήδικου |
αιτιατική | τον | πλακατζή | την | πλακατζού | το | πλακατζίδικο & πλακατζήδικο |
κλητική | πλακατζή | πλακατζού | πλακατζίδικο & πλακατζήδικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλακατζήδες | οι | πλακατζούδες | τα | πλακατζίδικα & πλακατζήδικα |
γενική | των | πλακατζήδων | των | πλακατζούδων | των | πλακατζίδικων & πλακατζήδικων |
αιτιατική | τους | πλακατζήδες | τις | πλακατζούδες | τα | πλακατζίδικα & πλακατζήδικα |
κλητική | πλακατζήδες | πλακατζούδες | πλακατζίδικα & πλακατζήδικα | |||
Το ουδέτερο, από επίθετα σε -ίδικος, απλοποιημένη γραφή του -ήδικος. | ||||||
Κατηγορία όπως «πλακατζής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
πλακατζής, -ού, -ίδικο
- που κάνει πλάκες και αστεία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πλακατζής αρσενικό (θηλυκό πλακατζού)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πλάκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλακατζής
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πλακατζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας