Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπάνα οι κοπάνες
      γενική της κοπάνας
    αιτιατική την κοπάνα τις κοπάνες
     κλητική κοπάνα κοπάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπάνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπάνα θηλυκό

  1. το σκασιαρχείο από το σχολείο
  2. το να μην πηγαίνει κανείς στη δουλειά του, πχ προσποιούμενος τον άρρωστο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία