Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοπανατζής οι κοπανατζήδες
      γενική του κοπανατζή των κοπανατζήδων
    αιτιατική τον κοπανατζή τους κοπανατζήδες
     κλητική κοπανατζή κοπανατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοπανατζής < κοπάνα + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπανατζής αρσενικό

  • που κάνει συνέχεια κοπάνες, που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο ή από την εργασία του

  Μεταφράσεις επεξεργασία