κοπανατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοπανατζής αρσενικό
- που κάνει συνέχεια κοπάνες, που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο ή από την εργασία του
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοπανατζής
κοπανατζής αρσενικό