Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκασιαρχείο τα σκασιαρχεία
      γενική του σκασιαρχείου των σκασιαρχείων
    αιτιατική το σκασιαρχείο τα σκασιαρχεία
     κλητική σκασιαρχείο σκασιαρχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκασιαρχείο < σκασιάρχης + -είο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ska.si.aɾˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐σι‐αρ‐χεί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκασιαρχείο ουδέτερο

  • το να μην πηγαίνει ένας μαθητής στο μάθημά του, χωρίς να είναι άρρωστος και χωρίς να έχουν γνώση οι κηδεμόνες του

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία