smite
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | smite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smites |
αόριστος | smote, smitted |
παθητική μετοχή | smitten, smitted |
ενεργητική μετοχή | smitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαsmite (en)
ενεστώτας | smite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smites |
αόριστος | smote, smitted |
παθητική μετοχή | smitten, smitted |
ενεργητική μετοχή | smitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
smite (en)