Δείτε επίσης: κόνδαξ
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόνταξ οἱ κόντακες
      γενική τοῦ κόντακος τῶν κοντάκων
      δοτική τῷ κόντακ τοῖς κόνταξ(ν)
    αιτιατική τὸν κόντακ τοὺς κόντακᾰς
     κλητική ! κόνταξ κόντακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόντακε
γεν-δοτ τοῖν  κοντάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόνταξ αρσενικό