Δείτε επίσης: κόνταξ
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κονδᾱκ-
ονομαστική κόνδαξ οἱ κόνδακες
      γενική τοῦ κόνδακος τῶν κονδάκων
      δοτική τῷ κόνδακ τοῖς κόνδαξ(ν)
    αιτιατική τὸν κόνδακ τοὺς κόνδακᾰς
     κλητική ! κόνδαξ κόνδακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόνδακε
γεν-δοτ τοῖν  κονδάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόνδαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κοντός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόνδαξ αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) είδος παιχνιδιού που το έπαιζαν με ακόντιο χωρίς αιχμή
  2. (ελληνιστική κοινή , μεταφορικά) συνουσία

Άλλες μορφές

επεξεργασία