Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχαναλυτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψυχαναλυτικ
ός
η
ψυχαναλυτικ
ή
το
ψυχαναλυτικ
ό
γενική
του
ψυχαναλυτικ
ού
της
ψυχαναλυτικ
ής
του
ψυχαναλυτικ
ού
αιτιατική
τον
ψυχαναλυτικ
ό
την
ψυχαναλυτικ
ή
το
ψυχαναλυτικ
ό
κλητική
ψυχαναλυτικ
έ
ψυχαναλυτικ
ή
ψυχαναλυτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψυχαναλυτικ
οί
οι
ψυχαναλυτικ
ές
τα
ψυχαναλυτικ
ά
γενική
των
ψυχαναλυτικ
ών
των
ψυχαναλυτικ
ών
των
ψυχαναλυτικ
ών
αιτιατική
τους
ψυχαναλυτικ
ούς
τις
ψυχαναλυτικ
ές
τα
ψυχαναλυτικ
ά
κλητική
ψυχαναλυτικ
οί
ψυχαναλυτικ
ές
ψυχαναλυτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψυχαναλυτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ψυχαναλυτικός
ο σχετικός με την
ψυχανάλυση
και τους
ψυχαναλυτές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχαναλυτικός
αγγλικά
:
psychoanalytic
(en)
γαλλικά
:
psychanalytique
(fr)
εσπεράντο
:
psikanaliza
(eo)
τουρκικά
:
psikanalitik
(tr)