psychanalytique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psi.ka.na.li.tik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
psychanalytique | psychanalytiques |
psychanalytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychanalytique | psychanalytiques |
psychanalytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό