λεπτομερέστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λεπτομερέστατος < λεπτομερ(ής) + -έστατος < αρχαία ελληνική λεπτομερέστατος
Επίθετο
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λεπτομερέστατος < λεπτομερ(ής) + -έστατος
Επίθετο
επεξεργασία
λεπτομερέστατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του λεπτομερής