sophisticated
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
sophisticated (en)
- έμπειρος, πολύπειρος
- κομψός, εκλεπτυσμένος, ανώτερου επιπέδου/κλάσης, πρώτος, όμορφος, ποιοτικός
- σύνθετος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, δύσκολος, δυσνόητος
- εγκεφαλικός (όχι συναισθηματικός)