Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατραβηγμένος η παρατραβηγμένη το παρατραβηγμένο
      γενική του παρατραβηγμένου της παρατραβηγμένης του παρατραβηγμένου
    αιτιατική τον παρατραβηγμένο την παρατραβηγμένη το παρατραβηγμένο
     κλητική παρατραβηγμένε παρατραβηγμένη παρατραβηγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατραβηγμένοι οι παρατραβηγμένες τα παρατραβηγμένα
      γενική των παρατραβηγμένων των παρατραβηγμένων των παρατραβηγμένων
    αιτιατική τους παρατραβηγμένους τις παρατραβηγμένες τα παρατραβηγμένα
     κλητική παρατραβηγμένοι παρατραβηγμένες παρατραβηγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατραβηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρατραβώ

  Μετοχή επεξεργασία

παρατραβηγμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν παρατραβήξει
  2. που είναι απίθανο να συμβεί ή να υπάρχει, που είναι εκτός πραγματικότητας
  3. ακραίος, εκτός ορίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία