παρατραβηγμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παρατραβηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρατραβώ
ΜετοχήΕπεξεργασία
παρατραβηγμένος, -η, -ο
- που τον έχουν παρατραβήξει
- που είναι απίθανο να συμβεί ή να υπάρχει, που είναι εκτός πραγματικότητας
- ακραίος, εκτός ορίων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παρατραβηγμένος