σπουδαιοφανής
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σπουδαιοφανής < σπουδαί(ος) + -ο- + -φανής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /spu.ðe.o.faˈnis/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σπουδαιοφανής
- (για πρόσωπο) που παριστάνει τον σπουδαίο, που επιχειρεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι σπουδαίος ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
- (για πράγμα) που παρουσιάζεται ώστε να φαίνεται σπουδαίο ενώ δεν είναι
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σπουδαιοφανής