σπουδαιοφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπουδαιοφανής | η | σπουδαιοφανής | το | σπουδαιοφανές |
γενική | του | σπουδαιοφανούς* | της | σπουδαιοφανούς | του | σπουδαιοφανούς |
αιτιατική | τον | σπουδαιοφανή | τη | σπουδαιοφανή | το | σπουδαιοφανές |
κλητική | σπουδαιοφανή(ς) | σπουδαιοφανής | σπουδαιοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπουδαιοφανείς | οι | σπουδαιοφανείς | τα | σπουδαιοφανή |
γενική | των | σπουδαιοφανών | των | σπουδαιοφανών | των | σπουδαιοφανών |
αιτιατική | τους | σπουδαιοφανείς | τις | σπουδαιοφανείς | τα | σπουδαιοφανή |
κλητική | σπουδαιοφανείς | σπουδαιοφανείς | σπουδαιοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπουδαιοφανής < σπουδαί(ος) + -ο- + -φανής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spu.ðe.o.faˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπου‐δαι‐ο‐φα‐νής
Επίθετο
επεξεργασίασπουδαιοφανής
- (για πρόσωπο) που παριστάνει τον σπουδαίο, που επιχειρεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι είναι σπουδαίος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι
- (για πράγμα) που παρουσιάζεται, ώστε να φαίνεται σπουδαίο, ενώ δεν είναι
Συγγενικά
επεξεργασία- σπουδαιοφάνεια
- σπουδαιοφανές
- σπουδαιοφανώς
- → δείτε τις λέξεις σπουδαίος, σπουδή και φαίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπουδαιοφανής
Πηγές
επεξεργασία- σπουδαιοφανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπουδαιοφανής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σπουδαιοφανής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)