φιγουρατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιγουρατζής αρσενικό (θηλυκό: φιγουρατζού)
- που του αρέσει να εντυπωσιάζει, με εξωτερικά μέσα, κυρίως εμφάνιση
- ※ Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις,/πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις (βλ. το τραγούδι "Το κουτσαβάκι", σε στίχους και μουσική του Ανέστη Δελιά)