Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιγουρατζής οι φιγουρατζήδες
      γενική του φιγουρατζή των φιγουρατζήδων
    αιτιατική τον φιγουρατζή τους φιγουρατζήδες
     κλητική φιγουρατζή φιγουρατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιγουρατζής < φιγούρα + -ατζής < ιταλική figura < λατινική figura < fingo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιγουρατζής αρσενικό (θηλυκό: φιγουρατζού)

  • που του αρέσει να εντυπωσιάζει, με εξωτερικά μέσα, κυρίως εμφάνιση
    ※ Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις,/πρέπει να έχεις την ψυχή, φιγουρατζή, καρδιά για να το βγάλεις (βλ. το τραγούδι "Το κουτσαβάκι", σε στίχους και μουσική του Ανέστη Δελιά)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία