φιγουράρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιγουράρω < φιγούρα + ρηματική παραγωγική κατάληξη
Ρήμα
επεξεργασίαφιγουράρω
- φαίνομαι σε περίοπτη θέση εγώ ή το όνομά μου, προβάλλομαι
- να σου και ο κυρ Κώστας να φιγουράρει στη φωτογραφία δίπλα στον υπουργό
- το όνομά του φιγουράρει μέρες τώρα στις οικονομικές σελίδες για τη θέση ...