Ετυμολογία

επεξεργασία
φιγουράρω < φιγούρα + ρηματική παραγωγική κατάληξη

φιγουράρω

  1. φαίνομαι σε περίοπτη θέση εγώ ή το όνομά μου, προβάλλομαι
    να σου και ο κυρ Κώστας να φιγουράρει στη φωτογραφία δίπλα στον υπουργό
    το όνομά του φιγουράρει μέρες τώρα στις οικονομικές σελίδες για τη θέση ...

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία