φιγουρατζού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιγουρατζού < φιγουρατζής
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιγουρατζού θηλυκό
- η γυναίκα που της αρέσει να κάνει φιγουρα, να επιδεικνύεται
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φιγουρατζής
φιγουρατζού
|