φιγουρατζίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιγουρατζίδικος < φιγουρατζ-ης + -ίδικος
Επίθετο
επεξεργασίαφιγουρατζίδικος
- αυτός που του αρέσει η φιγούρα ή αυτό που έχει ως κύριο στόχο ή χαρακτηριστικό τη φιγούρα και ως δευτερεύοντα τη λειτουργικότητα
- φιγουρατζίδικο αυτοκίνητο
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιγουρατζίδικος