Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fingo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeyǵʰ- (κατασκευάζω)

  Ρήμα επεξεργασία

fingo (la)

Κλίση επεξεργασία