φιγουρίνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιγουρίνι | τα | φιγουρίνια |
γενική | του | φιγουρινιού | των | φιγουρινιών |
αιτιατική | το | φιγουρίνι | τα | φιγουρίνια |
κλητική | φιγουρίνι | φιγουρίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιγουρίνι < ιταλική λέξη figurino (σχέδιο ή πατρόν ρούχων)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιγουρίνι ουδέτερο
- το σχέδιο, πατρόν για να ραφτεί ένα ρούχο
- περιοδικό με σχέδια και πατρόν ή με φωτογραφίες ρουχων οίκων μόδας
- γυναίκα λεπτή και όμορφη που είναι ντυμένη σαν μοντέλο, με ρούχα της μόδας