ενικός         πληθυντικός  
mannequin mannequins

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mannequin (en)

  1. η κούκλα που ντύνεται με ρούχα και τοποθετείται σε βιτρίνα καταστήματος
      mannequins in a store window - κούκλες σε βιτρίνα καταστήματος
    συγκρίνετε με το manikin
  2. (παρωχημένο) το μανεκέν, το μοντέλο
     συνώνυμα: model
      ενικός         πληθυντικός  
mannequin mannequins

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mannequin (fr) αρσενικό

  1. η κούκλα που ντύνεται με ρούχα και τοποθετείται σε βιτρίνα καταστήματος
  2. (ιατρική) ομοίωμα του ανθρώπινου σώματος που χρησιμοποιείται για διδακτικούς σκοπούς
  3. (κατ’ επέκταση) (οικείο) άβουλος άνθρωπος
  4. το μανεκέν, το μοντέλο