revue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
revue | revues |
revue (fr) θηλυκό
- το περιοδικό
- η επιθεώρηση
- ≈ συνώνυμα: examen, inventaire
- η ανασκόπηση
- η επισκόπηση