magazine
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
magazine (en)
ενικός | πληθυντικός |
magazine | magazines |
- περιοδικό
- πυριτιδαποθήκη
- γεμιστήρα(ς) (συνήθως θηκάτος διότι ο γυμνός λέγεται κλιπ)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
magazine (fr)
- το περιοδικό