↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεμιστήρας οι γεμιστήρες
      γενική του γεμιστήρα των γεμιστήρων
    αιτιατική τον γεμιστήρα τους γεμιστήρες
     κλητική γεμιστήρα γεμιστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γεμιστήρας < (γεμίζω) γεμισ- + -τήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chargeoir)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʝe.miˈsti.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐μι‐στή‐ρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γεμιστήρας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία