Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόφασῐς αἱ προφάσεις
      γενική τῆς προφάσεως τῶν προφάσεων
      δοτική τῇ προφάσει ταῖς προφάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόφασῐν τὰς προφάσεις
     κλητική ! πρόφασῐ προφάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προφάσει
γεν-δοτ τοῖν  προφασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόφασις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόφασις, -εως

  1. κίνητρο
  2. αιτία
  3. πρόφαση, δικαιολογία, αφορμή, πάτημα (έδωσε "πάτημα" αφορμή, δικαιολογία)
  4. ευκαιρία (με την έννοια, ότι κάτι δίνει σε κάποιον την ευκαιρία να πει ή να κάνει κάτι)
  5. πρόλογος, εισαγωγή

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πρό, φαίνω και φάσις

  Πηγές επεξεργασία