πρόφασις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόφασῐς | αἱ | προφάσεις |
γενική | τῆς | προφάσεως | τῶν | προφάσεων |
δοτική | τῇ | προφάσει | ταῖς | προφάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πρόφασῐν | τὰς | προφάσεις |
κλητική ὦ! | πρόφασῐ | προφάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προφάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προφασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρόφασις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρόφασις, -εως
- κίνητρο
- αιτία
- πρόφαση, δικαιολογία, αφορμή, πάτημα (έδωσε "πάτημα" αφορμή, δικαιολογία)
- ευκαιρία (με την έννοια, ότι κάτι δίνει σε κάποιον την ευκαιρία να πει ή να κάνει κάτι)
- πρόλογος, εισαγωγή
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις πρό, φαίνω και φάσις
Πηγές επεξεργασία
- πρόφασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόφασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.