Δείτε επίσης: Πρόφαντος, προφαντός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρόφαντος η πρόφαντη το πρόφαντο
      γενική του πρόφαντου της πρόφαντης του πρόφαντου
    αιτιατική τον πρόφαντο την πρόφαντη το πρόφαντο
     κλητική πρόφαντε πρόφαντη πρόφαντο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρόφαντοι οι πρόφαντες τα πρόφαντα
      γενική των πρόφαντων των πρόφαντων των πρόφαντων
    αιτιατική τους πρόφαντους τις πρόφαντες τα πρόφαντα
     κλητική πρόφαντοι πρόφαντες πρόφαντα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόφαντος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόφαντος < πρό- + -φαντος. Συγκρίνετε με το προφαντός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.fan.dos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐φα‐ντος
παλιότερος συλλαβισμός: πρό‐φαν‐τος
τονικό παρώνυμο: προφαντός

  Επίθετο επεξεργασία

πρόφαντος, -η, -ο

  1. (λόγιο) εξαιρετικά φωτεινός
    ※  19ος αιώνας Ανδρέας Κάλβος, Ωδή δεκάτη [X] «Ο Ωκεανός», στροφή 13η, στίχ.111-115, ποιητική συλλογή Λύρα
    [κγ΄] Είπε· κι ευθύς επάνω
    εις τας ροάς εχύθη
    του Ωκεανού, φωτίζουσα
    τα νώτα υγρά και θεία,
    πρόφαντος λάμψις.
    ΣτΕ: πρόφαντος, θηλυκό, όπως στην αρχαία κλίση.
    ※  20ος αιώνας Γιάννης Γρυπάρης 1870-1942, [χωρίς τίτλο, Μα ουδέ τασημοκούδουνα], στροφή 3η, Τερρακότες, Ιντερμέδια, ποιητική συλλογή Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, έκδοση 2η, χ.χ. pdf @olympias Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, σελ.53
    Στο ηλιόβολο το απόβροχο,
    και τρέμει... κι απ' αγνάντι
    φαντάζει, μες στην πρόφαντη αντηλιά
    περλάντι;
     συνώνυμα: φαεινός
  2. για άλλες σημασίες → δείτε τη λέξη προφαντός

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πρόφαντος τὸ πρόφαντον
      γενική τοῦ/τῆς προφάντου τοῦ προφάντου
      δοτική τῷ/τῇ προφάντ τῷ προφάντ
    αιτιατική τὸν/τὴν πρόφαντον τὸ πρόφαντον
     κλητική ! πρόφαντε πρόφαντον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πρόφαντοι τὰ πρόφαντ
      γενική τῶν προφάντων τῶν προφάντων
      δοτική τοῖς/ταῖς προφάντοις τοῖς προφάντοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προφάντους τὰ πρόφαντ
     κλητική ! πρόφαντοι πρόφαντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προφάντω τὼ προφάντω
      γεν-δοτ τοῖν προφάντοιν τοῖν προφάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόφαντος < ρηματικό επίθετο του προφαίνω, θέμα προφαν- + -τος Μορφολογικά αναλύεται σε πρό- + -φαντος (φαίνω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πρόφαντος, προφαντός

  Επίθετο επεξεργασία

πρόφαντος, -ος, -ον

  1. που φαίνεται από μακριά
  2. που προδηλώνεται, δηλώνεται εκ των προτέρων, προλεγόμενος (όπως στους χρησμούς)
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 93.4
    πρόφαντα δέ σφι ἔν τε Δωδώνῃ καὶ ἐν Δελφοῖσι ἐγίνετο

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις προφαίνω, φαντός και φαίνω

  Πηγές επεξεργασία