Δείτε επίσης: πρόφαντος, Πρόφαντος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφαντός η προφαντή το προφαντό
      γενική του προφαντού της προφαντής του προφαντού
    αιτιατική τον προφαντό την προφαντή το προφαντό
     κλητική προφαντέ προφαντή προφαντό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφαντοί οι προφαντές τα προφαντά
      γενική των προφαντών των προφαντών των προφαντών
    αιτιατική τους προφαντούς τις προφαντές τα προφαντά
     κλητική προφαντοί προφαντές προφαντά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προφαντός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόφαντος με καταβιβασμό τόνου.. Συγκρίνετε με το πρόφαντος στα νέα ελληνικά.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.fanˈdos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐φα‐ντός
τονικό παρώνυμο: πρόφαντος

  Επίθετο

επεξεργασία

προφαντός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία