Δείτε επίσης: πρόφαντος, προφαντός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πρόφαντος οἱ Πρόφαντοι
      γενική τοῦ Προφάντου τῶν Προφάντων
      δοτική τῷ Προφάντ τοῖς Προφάντοις
    αιτιατική τὸν Πρόφαντον τοὺς Προφάντους
     κλητική ! Πρόφαντε Πρόφαντοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Προφάντω
γεν-δοτ τοῖν  Προφάντοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρόφαντος < πρόφαντος < πρό + -φαντος (φαντός) → δείτε τη λέξη προφαίνω

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πρόφαντος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία